- μυθολόγοι
- μῡθολόγοι , μυθολόγοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
баснословьць — БАСНОСЛОВЬЦ|Ь (2*), А с. Рассказчик сказок, мифов: аще бо аѥръ ѥсть Зевесь, аѥръ же несловесенъ и неразоумивъ, ѡ(т)того бо баснь разоумѣѥть(с). ибо аѥръ не бы(с) ѡц҃ь никомоу(ж), никоѥго же роди състава, ˫акоже складають баснословци и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
Εδέμ ή Κήπος της Εδέμ — (εβρ. Edhen). Ο επίγειος παράδεισος, κατά την Παλαιά Διαθήκη, στον οποίο ζούσαν οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα ευτυχισμένοι, χωρίς θλίψη ή πόνο. Η λέξη σημαίνει τρυφή, ευχαρίστηση, απόλαυση. Ο αντίστοιχος συριακός όρος Εδινού σημαίνει χέρσο πεδίο,… … Dictionary of Greek
μυθολόγος — ο 1. αυτός που διηγείται μύθους: Ο παππούς μου ήταν εξαίρετος μυθολόγος. 2. αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη μυθολογία: Πολλοί μυθολόγοι ασχολήθηκαν με τον κύκλο των Ατρειδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)